- μουσκέτο
- τοφορητό εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού 16ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσκέτο — το (λ. ιταλ.), είδος παλιού πυροβόλου όπλου που γέμιζε από μπροστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσκετάρω — [μουσκέτο] σκοτώνω κάποιον με μουσκέτο … Dictionary of Greek
μοσκέτο — και μουσκέτο, το 1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου 2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος… … Dictionary of Greek
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
μοσκετόνι — το μεγάλο μουσκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheton < αρχ. ιταλ. moschettone < ιταλ. moschetto] … Dictionary of Greek